ἀνδροκτόνος — man slaying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκτόνον — ἀνδροκτόνος man slaying masc/fem acc sg ἀνδροκτόνος man slaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκτόνα — ἀνδροκτόνος man slaying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκτόνοι — ἀνδροκτόνος man slaying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκτόνοιο — ἀνδροκτόνος man slaying masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκτόνου — ἀνδροκτόνος man slaying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκτόνους — ἀνδροκτόνος man slaying masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Androctonus — ? Androctonus Androctonus crassicauda … Википедия
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek